μνάμων

μνάμων
μνά̱μων , μνήμων
mindful
masc/fem nom sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μνάμων — μνάμων, ὁ και ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. μνήμων …   Dictionary of Greek

  • μνήμων — ον (ΑΜ μνήμων, ον, Α δωρ. τ. μνάμων) 1. αυτός που θυμάται κάποιον ή κάτι ή αυτός που σκέπτεται κάποιον ή κάτι («κακών τε μνήμονες, σεμναὶ καὶ δυσπαρήγοροι βροτοῑς», Αισχύλ.) 2. αυτός που θυμάται εύκολα, αυτός που έχει πολύ καλή μνήμη, αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • προμνάμων — ονος, ὁ, Α (στην Ακαρνανία) ο προϊστάμενος τών μναμόνων, δηλαδή τών υπαλλήλων που είχαν ως έργο τους να κρατούν στη μνήμη τους τα γεγονότα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μνήμων / μνᾱμων «αστικός υπάλληλος, επιστάτης, είδος γραμματέα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”